καθοδοιπορώ

καθοδοιπορώ
καθοδοιπορῶ, -έω (Α)
(επιτατ. τού οδοιπορώ) οδοιπορώ με κόπο ή επί πολύ χρόνο ή συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὁδοι-πορῶ (< ὁδοι-πόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”